- πυροκαπηλεύω
- πῡροκᾰπηλεύω,A deal in wheat, Poll.7.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυροκαπηλεύω — Α εμπορεύομαι σιτάρι, είμαι έμπορος σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + καπηλεύω «κάνω εμπόριο»] … Dictionary of Greek
πυροκαπηλεύειν — πυροκαπηλεύω deal in wheat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)